-
1 ισοπληθης
-
2 ἰσο-πληθής
ἰσο-πληθής, ές, gleich viel; Hippocr.; ὁπλῖται Thuc. 6, 37; οἱ ἱππεῖς ἦσαν ἑκατέρων ἰσοπληϑεῖς Xen. Ages. 2, 9; Sp., wie D. Cass. 50, 33. – Adv. ἰσοπληϑῶς, Euclid.
1 ισοπληθης
2 ἰσο-πληθής
ἰσο-πληθής, ές, gleich viel; Hippocr.; ὁπλῖται Thuc. 6, 37; οἱ ἱππεῖς ἦσαν ἑκατέρων ἰσοπληϑεῖς Xen. Ages. 2, 9; Sp., wie D. Cass. 50, 33. – Adv. ἰσοπληϑῶς, Euclid.